κωμωδία

κωμωδία
Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των ψυχολογικών και των κοινωνικών καταστάσεων και σε λεπτότερη και πιο ουσιαστική σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Γενικά, έχει επικρατήσει η συνήθεια να διακρίνεται σε κ. πλοκής, όπου το κωμικό στοιχείο εντοπίζεται ουσιαστικά στη γρήγορη και απροσδόκητη εναλλαγή των επεισοδίων, σε κ. χαρακτήρων, που έχει αντικείμενο την ψυχολογική ανάλυση των ηρώων της, και σε κ. ηθών, που περιγράφει τα ήθη μιας εποχής ή μιας κοινωνικής τάξης. Ιστορία. Για την ετυμολογία του όρου και την προέλευση της κ. έχουν διατυπωθεί από την αρχαιότητα διάφορες απόψεις. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η κ. προήλθε από την «κώμου ωδήν», από τα τολμηρά τραγούδια των φαλλοφόρων γιορταστών του Διονύσου, που ημίγυμνοι, στεφανωμένοι και φορώντας προσωπεία τραγουδούσαν και χόρευαν μεθυσμένοι και αντάλλασσαν πειράγματα μεταξύ τους και με τους διαβάτες. Από σύγχρονους ερευνητές έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι οι εκδηλώσεις αυτές ήταν και γιορτές γονιμότητας, δηλαδή μια μαγική τελετουργία που απέβλεπε στο να βοηθηθεί η καινούργια βλάστηση, η γεωργική παραγωγή. Γύρω από αυτό τον πυρήνα, που συναντάται αργότερα στην παράβασιν, το κύριο χωρικό άσμα των κ. του Αριστοφάνη (βλ. λ.), συγκεντρώθηκαν στοιχεία μιας πρωτόγονης κωμικής δράσης, έτσι που η πομπή μεταβλήθηκε σταδιακά σε παράσταση. Αυτά τα πρώτα θεατρικά στοιχεία επεξεργάστηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, οι Μεγαρείς και οι Σικελιώτες με τον Επίχαρμο, εξελίχθηκαν όμως σε έντεχνη μορφή στην Αττική. Η αττική κ. διακρίνεται σε Αρχαία, Μέση και Νέα. Από τους πρώτους εκπροσώπους της Αρχαίας αττικής κ. θεωρείται ο Μάγνης (5ος αι. π.Χ., που δεν σώζεται όμως κανένα έργο του) και από την πλειάδα των ποιητών της ξεχωρίζουν ο Κρατίνος, ο Κράτης, ο Εύπολις, ο Φρύνιχος κ.ά., αλλά κυρίως ο Αριστοφάνης (βλ. λ.). Το κύριο χαρακτηριστικό των κ. του Αριστοφάνη ήταν η σάτιρα προσώπων και κοινωνικών, πολιτικών, λογοτεχνικών ή φιλοσοφικών γεγονότων. Η κ. με την παρεμβολή του Χορού –που τραγουδούσε, χόρευε ή μιλούσε– και την ανάμειξη επινοημένων και κωμικών καταστάσεων, εκτός από την κύρια αποστολή της να προκαλεί το γέλιο και να ψυχαγωγεί, είχε και έκδηλα επικριτικό χαρακτήρα. Η Μέση αττική κ. δεν έχει σαφώς καθορισμένα χρονολογικά όρια –τοποθετείται από τις αρχές του 4ου αι. έως το 330 π.Χ. (ο Πλούτος του Αριστοφάνη κατατάσσεται στα έργα της περιόδου αυτής)– ούτε ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της είναι απόλυτα σαφής, γιατί διασώθηκαν μόνο μικρά αποσπάσματα από την παραγωγή των πολλών ποιητών της. Κυριότεροι εκπρόσωποί της είναι ο Αντιφάνης, ο Αναξανδρίδης, ο Εύβουλος, ο Άλεξις κ.ά. Από τους ποιητές της Νέας κ. πιο σημαντικός είναι ο Μένανδρος (βλ. λ.) και από τους πιο γνωστούς ο Δίφιλος, ο Φιλήμων, ο Απολλόδωρος και ο Ποσείδιππος. Στη Νέα κ. η σάτιρα μεταβλήθηκε σε παρωδία, επιχειρήθηκε πιο συστηματική προσπάθεια προσαρμογής στην πραγματικότητα, τα πρόσωπα της κ., που ήταν εταίρες, μάγειροι, μαστροποί, παράσιτα, γέροι τσιγκούνηδες και παραλυμένοι, παρέμεναν πάντοτε στιλιζαρισμένοι τύποι και η πλοκή παρουσιαζόταν πάντοτε όμοια, στηριγμένη σε παρεξηγήσεις, συγχύσεις ονομάτων, ανταλλαγές νεογέννητων, τελικές αναγνωρίσεις κλπ. Ο ρόλος του Χορού είχε περιοριστεί και οι ενδυμασίες των ηθοποιών είχαν προσαρμοστεί στις αντίστοιχες της καθημερινής ζωής. Στο μεγαλύτερο μέρος της, η λατινική κ. ήταν ελληνικής προέλευσης· στη Ρώμη όμως υπήρχε ήδη ένα υποτυπώδες κωμικό είδος, η fabula atellana (ατελανά δράματα), η οποία την περίοδο του Σύλλα (138-78 π.Χ.) ανυψώθηκε σε λογοτεχνικό είδος και επανήλθε στο προσκήνιο κατά την αυτοκρατορική περίοδο επί Νέρωνα και Αδριανού. Είδη της λατινικής κ. ήταν η ιματιοφόρος και η τηβεννοφόρος. Η ιματιοφόρος (fabula palliata, από το pallium, ελληνικό ιμάτιο) ήταν πάντοτε μίμηση θεμάτων της ελληνικής κ., αν και μερικές φορές δεν της έλειπε η πρωτοτυπία και η ευρηματικότητα. Στους σημαντικότερους συγγραφείς της fabula palliata συγκαταλέγονται ο Ένιος, ο Πλαύτος, ο Στάτιος και ο Τερέντιος. Η τηβεννοφόρος (fabula togata από το toga, ρωμαϊκό ένδυμα) είχε, αντίθετα, ιταλικά θέματα και περιβάλλον. Ονομαζόταν επίσης fabula trabenta και tabernaria. Από τους κυριότερους εκπροσώπους της είναι ο Αφράνιος (β’ μισό 2ου αι. π.Χ.), ο Άτα (1ος αι. π.Χ.), ο Γάιος Μέλικος και ο Τιτίνιος (2ος αι. π.Χ.). Σε αντίθεση με την αρχαία ελληνική κ., η ρωμαϊκή είχε μεγάλους περιορισμούς. Τα πρόσωπα, αν και πιο χαρακτηριστικά, δεν ήταν δυνατόν να επιλεγούν ελεύθερα από τους συγγραφείς· για παράδειγμα, απαγορευόταν η παρουσίαση στη σκηνή προσώπων του δημόσιου βίου για να μη μειωθεί η αξιοπρέπειά τους, ο δούλος δεν ήταν ποτέ δυνατόν να εμφανιστεί πιο πονηρός από τον αφέντη κ.ά. Ο Πλαύτος (3ος-2ος αι. π.Χ.) και ο Τερέντιος (2ος αι. π.Χ.) κυριάρχησαν στη σκηνή έως την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας· αργότερα, αφού τους έφεραν και πάλι στο προσκήνιο οι ουμανιστές, ήταν οι μόνοι συγγραφείς τα έργα των οποίων παίζονταν έως και όλο τον 16o αι. (εκτός από μερικές μεσαιωνικές φάρσες, τις οποίες έπαιζαν μίμοι και γελωτοποιοί). Τον 16o αι. με την εισαγωγή των λαϊκών πολιτιστικών στοιχείων στις θρησκευτικές παραστάσεις γεννήθηκε ένας νέος τύπος κ., που εξελίχθηκε προς δύο κατευθύνσεις: τη λογοτεχνική κ. σε λαϊκή γλώσσα, που απευθυνόταν σε ένα καλλιεργημένο κοινό των ηγεμονικών Αυλών, και την Κομέντια ντελ’ άρτε (βλ. λ.). Η τελευταία, που παρουσιάζει γνωστούς τυποποιημένους χαρακτήρες και στηρίζεται στον αυτοσχεδιασμό των ηθοποιών, απευθυνόταν σε κοινό κάθε επιπέδου, ιδιαίτερα όμως στο λαϊκό, και έγινε τόσο αγαπητή που γρήγορα αναπτύχθηκε και επηρέασε για δύο αιώνες το θέατρο ολόκληρης της Ευρώπης. Στην Ιταλία, η λογοτεχνική κ. ξεκίνησε με Το μεγάλο μυρμήγκι του Πούμπλιο Φιλίπο Μαντοβάνο (1506). Ακολούθησαν –από τις καλύτερες– Το σεντουκάκι του Αριόστο, Ο Μανδραγόρας του Μακιαβέλι (μεταξύ 1513 και 1520) και Ο κηροπώλης του Τζορντάνο Μπρούνο. Τον 17o αι. επικράτησε στο ιταλικό θέατρο η Κομέντια ντελ’ άρτε, αλλά στα μέσα του 18ου αι. η ιταλική κ. παρουσίασε με τον Κάρλο Γκολντόνι (1707-1793) νέα άνθηση της λογοτεχνικής κ., που καταργούσε τον αυτοσχεδιασμό και απεικόνιζε με ρεαλισμό τη βενετσιάνικη κοινωνία. Ο Γκολντόνι, παρουσιάζοντας σωστά την ανθρώπινη φύση, προσέφερε στον θεατή γνήσιες ηθικές και αισθητικές αξίες. Από την ιταλική κ. γενικά και από την Κομέντια ντελ’ άρτε ειδικότερα επηρεάστηκαν λίγο έως πολύ όλοι οι συγγραφείς κ. έως τα τέλη του 18ου αι. Στην Ισπανία (βλ. λ. Ισπανία, Θέατρο) οι πιο γνωστοί και αξιόλογοι συγγραφείς κ. υπήρξαν ο Ζιλ Βισέντε, ο Λόπε ντε Ρουέντα, ο Θερβάντες, ο Λόπε ντε Βέγκα, ο Τέρσο ντε Μολίνα και ο Καλντερόν. Οι συγγραφείς αυτοί προσπάθησαν, παραμερίζοντας τις επιδράσεις της Κομέντια ντελ’ άρτε, να επικεντρωθούν στα καθαρά λαϊκά στοιχεία και να δημιουργήσουν μια εθνική παράδοση που έδωσε αξιόλογους καρπούς με μια πλειάδα νεότερων κωμωδιογράφων, όπως οι Χαθίντο Μπεναβέντε, Μαρτινέθ Σιέρα, Βάλιε Ινκλάν κ.ά. Στην Αγγλία (βλ. λ. Ηνωμένο Βασίλειο, Θέατρο) μετά τις έξοχες κ. του Σαίξπηρ (Όνειρο θερινής νυχτός, Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι, Άλλα αντ’ άλλων, Η δωδεκάτη νύχτα), ο Μπεν Τζόνσον (1572-1637) δημιούργησε έναν νέο τύπο σατιρικής κ., με την οποία καυτηρίαζε την εξαχρείωση της κοινωνίας της εποχής του. Στο ίδιο κλίμα ανήκουν επίσης οι Μπόμοντ, Ντέκερ, Φλέτσερ, Φορντ και Χέιγουντ. Αργότερα ο Μολιέρος επηρέασε την αγγλική κ., που εκπροσωπήθηκε από τους Γουίτσερλι, Έθεριτζ και Ντρέιντεν. Τον 18o αι. ο Γουίλιαμ Κόνγκριβ συνέχισε την παράδοση της κ. χαρακτήρων και σχεδόν σύγχρονοί του υπήρξαν οι Γκέι, Γκόλντσμιθ και Σέρινταν. Τέλος, μια νέα εποχή της αγγλικής κ. αντιπροσώπευσαν ο Όσκαρ Γουάιλντ (1854-1900), οι κ. του οποίου δεν είχαν την ίδια επιτυχία στην εκτίμηση του κοινού όσο το πεζογραφικό του έργο, και ο Μπέρναρ Σο (1856-1950), ο οποίος με την καυστική του σάτιρα και το πνευματώδες χιούμορ του ήξερε να ξεσκεπάζει κάθε συμβατικότητα της εποχής του. Γενικά, η κ. στην Αγγλία αποτελεί σύνθεση ρεαλισμού και φαντασίας, όπου η επινοητικότητα και ο σατιρικός οίστρος συμβάλλουν στη συνθετική σύλληψη του κωμικού μαζί με το τραγικό στοιχείο, με έντονη διάθεση σαρκασμού και παραδοξολογίας. Στη Γαλλία (βλ. λ. Γαλλία, Θέατρο), η ιστορία της κ. άρχισε με τον Ζοντέλ (Ευγένιος, 1552), τον Τιρνέμπ και τον Λαριβέ, σε μια εποχή που οι ουμανιστές συνιστούσαν τη μίμηση του ιταλικού θεάτρου και, μέσω αυτού, του αρχαίου. Μεγάλη πρόοδο όμως σημείωσε η κ. στις αρχές του 17ου αι., υπό την επίδραση του ισπανικού θεάτρου. Οι Ροτρού, Ντεμαρέ ντε Σεν Σορλέν και Σκαρόν εμπλούτισαν το είδος και προανήγγειλαν την ακμή του κλασικού θεάτρου. Ήδη ο Κορνέιγ με τον Ψεύτη (Le Menteur, 1644) είχε βάλει την κ. στον σωστό δρόμο, ενώ ο Ρακίνας με τους Διαδίκους (Plaideurs, 1668) παρουσίασε μια πολύ έξυπνη κ. ηθών. Εκείνος όμως που έδωσε αριστουργήματα του είδους ήταν ο Μολιέρος (βλ. λ.), ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς χαρακτήρων. Ο Μαριβό (1688-1763) απελευθερώθηκε από την επίδρασή του και από την κλασική παράδοση. Αντίθετα, οι Ντετούς και Νιβέλ ντε Λα Σοσέ επέστρεψαν στην κ. ηθών και χαρακτήρων και δημιούργησαν την comedie larmoyante (δακρυρροούσα κ.), που πλησίαζε στο αστικό δράμα. Ο Αλφρέ ντε Μισέ, ο Μπομαρσέ και ο Σκριμπ σημείωσαν νέους σταθμούς στη γαλλική κ. Με τον Δουμά γιο και τον Οζιέ και στη συνέχεια με τους Κουρτελίν, Μιρμπό, Μπεκ, Πορτό-Ρις, Ρενάρ και Ροστάν αναγεννήθηκε μια κ. κλασικής μορφής που συνεχίστηκε τον 20ό αι. με τους Ανουίγ, Ασάρ, Γκιτρί, Εϊμέ Κορμλένκ, Πανιόλ και Σαλακρού. Η κ. κλασικής μορφής και έμπνευσης φαίνεται πως βάδιζε σταδιακά προς τον αφανισμό. Η κ. του βουλεβάρτου (Α. Ρουσίν) και το βοντβίλ (Φεϊντό) προσέλκυαν ακόμα ένα πολυπληθές κοινό. Όμως το θέατρο για χώνεψη θα έπεφτε γρήγορα στο πιο χαμηλό επίπεδο, αν συγγραφείς όπως ο Ντουμπιγιάρ δεν του έδιναν τη δύναμη και την αξιοπρέπειά του, αν το νεότερο αμερικανικό και βρετανικό θέατρο δεν του χάραζαν νέους δρόμους και αν ο κινηματογράφος δεν του προσέφερε ένα νέο μέσο έκφρασης. Στη Γερμανία, η κ. φαίνεται ότι δεν βρήκε ευνοϊκό έδαφος να αναπτυχθεί. Εκτός από τις μεσαιωνικές φάρσες, μόνο τον 18o αι. παρουσιάστηκαν ελάχιστες κ. από τους Γκέλερτ, Κλάιστ και Λέσινγκ (από μία ο καθένας) και αργότερα από τους Ίφλαντ και Κότσεμπου. Σπάνιες είναι και οι γερμανικές κ. του 19ου και του 20ού αι. (Βένεκιντ, Σνίτσλερ, Στέρνχεμ). Στη Ρωσία, η κ. ξεκίνησε με την απλή μίμηση του Μολιέρου και εμφανίστηκε ως γνήσιο εθνικό θεατρικό είδος για πρώτη φορά με τον Φονβίζιν (1745-1792), οι επιτυχημένες κ. του οποίου προανήγγειλαν τον χαρακτηριστικό ρεαλισμό της μετέπειτα ρωσικής λογοτεχνίας. Ο Γκριμπογκέντοφ (1795-1829) έκλεισε τον κύκλο της κλασικής κ., ενώ με τον Γκόγκολ η ρωσική κ. απαλλάχθηκε οριστικά από τα δυτικά πρότυπα. Μεγάλη επίδραση στο ρωσικό θέατρο άσκησαν εξάλλου οι κ. του Oστρόφσκι (1823-1886), που είναι ο δημιουργός του θεάτρου ηθών στη χώρα του. Κ. έγραψε επίσης και ο Τσέχοφ. Στο νεότερο ρωσικό (σοβιετικό) θέατρο, ο Μαγιακόφσκι συνδύασε εξπρεσιονιστικές τάσεις με την κοινωνικοπολιτική του σάτιρα, ενώ οι Αρμπούζοφ, Κατάεφ κ.ά. ακολούθησαν την τυπική ρωσική παράδοση. Στη νέα ελληνική λογοτεχνία, η κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον 17o αι. στην Κρήτη, η οποία τότε βρισκόταν στο πεδίο της πολιτιστικής ακτινοβολίας των Ενετών (βλ. λ. Κρήτη). Τον επόμενο αιώνα διαδόθηκε στα Επτάνησα (βλ. λ. Επτάνησα), όπου ο Δημήτριος Γουζέλης (1774-1843) συνεχίζοντας την παλαιότερη ζακυνθινή κ. έγραψε σε μια ζωντανή ιδιωματική γλώσσα τον Χάση, μια διακωμώδηση του τύπου του ψευτοπαλληκαρά (μόνιμο στόχο της κρητικής κ.), κ. που πολλοί τη θεωρούν αφετηρία του νεοελληνικού θεάτρου. Τον 18o αι. το είδος του θεάτρου που αναβίωσε κυρίως στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, στην ελληνική παροικία της Οδησσού κ.α., και υπηρέτησε προπάντων την τόνωση του εθνικού φρονήματος δεν άφηνε περιθώρια για διασκεδαστικές κ. Το κενό καλύφθηκε αργότερα με τη Βαβυλωνία (1836) του Βυζάντιου, ένα πανόραμα της απίθανης γλωσσικής ποικιλίας και της ανομοιογένειας που παρουσίαζε η νέα ελληνική κοινωνία που διαμορφωνόταν τότε. Μετεπαναστατικά εμφανίστηκε ο Μιχαήλ Χουρμούζης (1801-1862), μεταφραστής του Αριστοφάνη και συγγραφέας πρωτότυπων κ., στις οποίες σατίριζε, σε λαϊκή γλώσσα, την οθωμανική απολυταρχία. Το είδος αυτό της κοινωνικής κ. δεν μπόρεσε όμως να δημιουργήσει σχολή, όπως έγινε με το κωμειδύλλιο (βλ. λ.), που και αυτό παραμερίστηκε αργότερα από την επιθεώρηση. Από την πλευρά της παραδοσιακής κ. αξιόλογη υπήρξε στα νεότερα χρόνια η συμβολή του Σπύρου Μελά, του Γρηγόριου Ξενόπουλου, του Θεόδωρου Συναδινού, του Νίκου Τσιφόρου, του Δημήτρη Ψαθά κ.ά. «Ηθοποιοί της Κομέντια ντελ’ άρτε», λεπτομέρεια από πίνακα της σχολής της Μπολόνια (17ος αι.). «Σκηνή κωμωδίας», τοιχογραφία σε σπίτι της Πομπηίας, στην οποία εικονίζεται φιλονικία εταίρων και ενός γέρου, θέμα πολύ συνηθισμένο στις ρωμαϊκές κωμωδίες του Πλαύτου και του Τερέντιου. Το χαρακτηριστικό των κωμωδιών του Αριστοφάνη ήταν η σάτιρα προσώπων και κοινωνικών, πολιτικών, λογοτεχνικών ή φιλοσοφικών γεγονότων· στη φωτογραφία, στιγμιότυπο από σύγχρονη παράσταση της κωμωδίας «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, με πρωταγωνιστή τον Θύμιο Καρακατσάνη (φωτ. ΑΠΕ). Ο Αριστοφάνης, όπως εικονίζεται σε αρχαίο γλυπτό (Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία? φωτ. Igda). Προσωπογραφία του Γάλλου κωμωδιογράφου και ηθοποιού Μολιέρου.
* * *
η (AM κωμῳδία)
1. θεατρικό έργο σε έμμετρο ή πεζό λόγο με ανάλαφρο, ευχάριστο, συνήθως σατιρικό χαρακτήρα και θέματα κυρίως από την καθημερινή ζωή
2. το φιλολογικό είδος αυτών τών έργων («ἡ ἀρχαία κωμῳδία παρήχθη παιδαγωγικὴν παρρησίαν ἔχουσα... Μετά ταῡτα... ἡ μέση κωμῳδία καί... ἡ νέα», Μ. Αυρ.)
3. γεγονός ή πράξη που προκαλεί γέλιο
νεοελλ.
φρ. α) «κωμωδία ηθών» — είδος δραματικής κωμωδίας που απεικονίζει και, συχνά, σατιρίζει τα ήθη και τη συμπεριφορά τών ανθρώπων
β) «παίζω κωμωδία» — υποκρίνομαι, λέω ψέματα
γ) «μού σκάρωσαν μια κωμωδία» — σχεδίασαν μια πράξη για να μέ εμπαίξουν και να γελάσουν εις βάρος μου
μσν.
1. μύθος
2. παροιμία
αρχ.
διασυρμός, εμπαιγμός («αἱ κατὰ τῶν θείων λογίων τολμώμεναι κωμῳδίαι» Θεοδώρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμωδός. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή comoedia και από αυτήν οι ευρωπαϊκές γλώσσες, πρβλ. αγγλ. comedy, γαλλ. comedie, γερμ. Komodie].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κωμῳδία — κωμῳδίᾱ , κωμῳδία comedy fem nom/voc/acc dual κωμῳδίᾱ , κωμῳδία comedy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδίᾳ — κωμῳδίαι , κωμῳδία comedy fem nom/voc pl κωμῳδίᾱͅ , κωμῳδία comedy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμωδία — η 1. θεατρικό έργο που προκαλεί γέλιο. 2. γεγονότα ή πράξεις που προκαλούν γέλιο. 3. η φράση «παίζω κωμωδία» σημαίνει ότι υποκρίνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κωμωδία, Γαλλική — (Comédie Française). Γαλλικός θεατρικός οργανισμός που ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1680. Βλ. λ. Γαλλία (Θέατρο)· κωμωδία …   Dictionary of Greek

  • Κωμωδία, Ιταλική — (Comédie Italienne). Γαλλική ονομασία ιταλικών θιάσων της Κομέντια ντελ’ άρτε, οι οποίοι έδιναν παραστάσεις στη Γαλλία από τον 16o έως τον 17o αι., σε αντιδιαστολή προς το γαλλικό θέατρο Κομεντί Φρανσέζ. Βλ. λ. Κομέντια ντελ’ Άρτε· κωμωδία·… …   Dictionary of Greek

  • κωμῳδίας — κωμῳδίᾱς , κωμῳδία comedy fem acc pl κωμῳδίᾱς , κωμῳδία comedy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδίαι — κωμῳδία comedy fem nom/voc pl κωμῳδίᾱͅ , κωμῳδία comedy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαβυλωνία — Κωμωδία του Δημ. Βυζάντιου. Αφίσα από θεατρική παράσταση της κωμωδίας «Βαβυλωνία» του 1879. * * * η 1. σύγχυση, οχλαγωγία 2. (ως κυρ. όν.) Βαβυλωνία κλασική κωμωδία του νεοελληνικού θεάτρου, έργο του Δ. Βυζαντίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βαβυλώνα (αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • Βάτραχοι — Κωμωδία του Αριστοφάνη, που γράφτηκε με αφορμή τον θάνατο του Ευριπίδη και ανέβηκε έναν χρόνο αργότερα (405 π.Χ.), χαρίζοντας στον μεγάλο κωμικό τα πρωτεία στον δραματικό αγώνα των Ληναίων. Στην κωμωδία αυτή ο Διόνυσος μεταμφιεσμένος σε Ηρακλή,… …   Dictionary of Greek

  • Χάσης — Κωμωδία (1790) του Ζακύνθιου ποιητή Δημήτρη Γουζέλη (1774 – 1843) και ένα από τα σπουδαιότερα έργα του. Ο δημιουργός της θέλει τον ήρωα να είναι πάντοτε αυτός που βασανίζεται και υποφέρει, ένα είδος ντόπιου Δον Κιχώτη, που τρέφεται με αυταπάτες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”